- γοργοτάτῃ
- γοργόςgrimfem dat superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γοργοτάτη — γοργός grim fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίλια — η 1. είδος παιχνιδιού με δύο παίχτες, η τρίλιζα, η τριόδα, η τρίτσα. 2. τερέτισμα. 3. μουσικός καλλωπισμός που γίνεται με γοργότατη εναλλαγή και επανάληψη ενός φθόγγου με τον αμέσως ψηλότερό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)